Μπαλάντες Για Λύρα - Συνέντευξη του Μάνου Πυροβολάκη
Ημερομηνία: 15/02/05, 03:27
Θέμα: Συνεντεύξεις



Συνέντευξη στην Κατερίνα Πατεράκη (katpat@ath.forthnet.gr)


Βράδυ μιας ζεστής Αυγουστιάτικης Κυριακής και με την απαραίτητη βοήθεια από παγωμένη ρακή, η συνέντευξη με το Μάνο Πυροβολάκη ήταν σαν χαλαρή καλοκαιρινή κουβεντούλα με έναν καλό φίλο. Το κασετόφωνο ξεχάστηκε γρήγορα...
Μάνος Πυροβολάκης
Ο Κρητικός - Αθηναίος απέναντί μου δεν χρησιμοποιούσε σχεδόν ποτέ το «πολύ» μόνο του, αλλά πάντα μαζί με το «πάρα», τόνιζε με θέρμη το ρόλο του συνεργάτη και φίλου Γιάννη Στίγκα, δεν ντρεπόταν να πει ότι (πάρα) πολύ θα ‘θελε να γράψει ένα τραγούδι που θα άκουγε όλη η Ελλάδα και δήλωσε σαφώς πως δεν αγαπά καθόλου τα προκάτ τραγούδια. Ούτε τις προκάτ συνεντεύξεις. Στο τέλος, έγινε έξω φρενών επειδή πρότεινα να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι. Ως γνήσιος Κρητικός.




-Κατάγεσαι από την Κρήτη. Τι μνήμες φέρεις από εκεί;
Ανήκω στην κατηγορία των Κρητικών, που είναι οι λεγόμενοι Αθηναίοι - Κρητικοί. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα από Κρητικούς γονείς. Ο πατέρας μου κατάγεται από ένα χωριό της Σελινού Χανίων, τα Καμάρια, και μέχρι τα 25, περνούσα 4 μήνες το χρόνο εκεί. Αυτή είναι και η πρώτη μου επαφή με αυτό που λέγεται Κρήτη.

-Σε σχέση με τη μουσική σου; Αθηναίος Κρητικός που παίζει λύρα...
Αν και είμαι Αθηναίος - Κρητικός, αισθάνομαι πολύ «Κρητικός». Η κρητική μουσική για μένα, και ο στίχος, υπήρξαν πάντα πηγή έμπνευσης. Οι κρητικές μαντινάδες είναι πάρα πολύ σπουδαίες, και λένε σ’ ένα τετράστιχο πράγματα που δε μπορεί να πει άλλος σε 50. Αυτό σίγουρα είναι για μένα πηγή έμπνευσης, όπως κι οι μελωδίες της Κρήτης που είναι ανεξάντλητες. Φαίνεται σα γλείψιμο, αλλά δεν το λέω έτσι, αλήθεια είναι.

-Ξεκίνησες από το κουαρτέτο λύρας του Μουντάκη. Πώς έγινε το πέρασμα απ’ το να παίζεις στο να τραγουδάς;
Πάντα τραγουδούσα. Απλά, με γέμισε κάποια στιγμή πιο πολύ η λύρα. Άρχισα να χώνομαι πιο πολύ στο παίξιμο, γιατί στο κρητικό τραγούδι δεν νομίζω ότι ήμουν πάρα πολύ καλός. Δεν είχα την άρθρωση την κρητική. Είχα την προφορά του Αθηναίου (γελάει) και μόλις είχα, όχι την εξυπνάδα, μάλλον την αίσθηση, να καταλάβω ότι είμαι λίγο αστείος να λέω τα «τς» με προφορά Αθηναϊκή, μου ‘μοιαζε σαν τους τύπους που τραγουδάνε αγγλικά με ελληνική προφορά. Δεν τραγουδούσα λοιπόν, γιατί στ’ αφτιά μου ήμουν αστείος.

-Με τη βιολόλυρα πώς ασχολήθηκες;
Θέλησα κάποια στιγμή περισσότερες δυνατότητες από αυτές που μου έδινε η παραδοσιακή λύρα. Η βιολόλυρα, που είναι ανάμεσα σε βιολί και λύρα, μου τις παρείχε. Επίσης, αν και πρώτο-κατασκευάστηκε γύρω στο 1930, στο Ηράκλειο, δεν παιζόταν πια σχεδόν καθόλου τα τελευταία χρόνια. Έτσι, ζήτησα στον φίλο Δημήτρη Μαρακάκη να την κατασκευάσει και καταπιάστηκα να την ανακαλύψω. Μ’ έλκυε κι η ιδέα ότι, έτσι, δεν θα χαθεί και τελείως...

-Το ότι η λύρα παίζεται σχεδόν μόνο στην Κρήτη και το ότι τα Κρητικά τραγούδια είναι κυρίως τραγούδια συλλογικά, μήπως δημιουργεί σε έναν οργανοπαίκτη το άγχος ότι το πείραμα μπορεί εύκολα να θεωρηθεί από κάποιους ασέβεια;
Σίγουρα! Έχω παίξει μπροστά σε ανθρώπους που το κατείχαν καλά αυτό που έπαιζα και με κοίταζαν παράξενα όταν ξέφευγα από το αυθεντικό Δεν μπορείς να κάνεις τελείως παλαβά πράγματα. Πάντα αισθάνεσαι ότι αυτό που παίζεις έχει πίσω του ένα βάρος, μια ιστορία. Απλά, το βάρος αυτό να μη σε καταπλακώσει κι όλας...

-Τα «Κινούμενα Σχέδια» και το πέρασμα από την παραδοσιακή κρητική μουσική στην ποπ πώς προέκυψε;
Ξεκινήσαμε το ’87 με τον Γιάννη Στίγκα. Ήταν, και είναι ακόμη, η πιο ενδιαφέρουσα συνεργασία που ‘χω κάνει. Το ’87, ακούω πια μόνο Κρητική μουσική και τίποτε άλλο. Κι έρχεται ένας τύπος που ακούει μόνο Beatles. Καθόμαστε και λέμε να παίξουμε. Αλλά τι; Του δείχνω εγώ ένα κομμάτι του Μουντάκη, το «Χαράμι Σου Να Σου Γενεί Η Αγάπη Απου Σου ‘Χα». Και βάζει κάτι ακόρντα, μου δίνει μια αρμονία στην κιθάρα, που μου φάνηκε πολύ παράξενη, δεν τη χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί καλλιτέχνες. Μετά μου λέει ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο και παίζει το «Careless Whisper»! Οπότε εγώ, το θέμα που παίζει το σαξόφωνο, το παίζω με τη λύρα.
Από τότε αυτό κάναμε. Διασκευάζαμε κομμάτια κρητικά κι έπαιζα λύρα με τη μελωδική γραμμή κι ο Γιάννης ακόρντα, τα οποία δεν ήταν τα πιο συνήθη για τη μουσική αυτή, ή παίζαμε pop τραγούδια κ έπαιζα πάνω του με λύρα.
Αφού παίζαμε όλο διασκευές, λέμε «δε γράφουμε και δικά μας κομμάτια; ». Έτσι ξεκινήσαμε, γράφοντας «μπαλάντες για λύρα», όπως τις αποκαλούσαμε, κι αυτή ήταν η αρχή για τα «Κινούμενα Σχέδια».

-Τώρα όμως ακολουθείς σόλο καριέρα. Γιατί έσπασε το πράγμα;
Είθισται, γενικά, στα group να κάνει ο τραγουδιστής solo καριέρα. Σ’ εμάς έγινε το αντίθετο. Έφυγαν όλοι οι άλλοι κι έμεινα μόνος μου!

-Κι έρχεται η συνάντηση με το Νίκο Πορτοκάλογλου. Πες μου πώς έγινε.
Ο Νίκος έκανε studio το «Μπραζιλέρο» και είχε σκεφτεί να βάλει λύρα σε κάποια κομμάτια, ήθελε λοιπόν να το δοκιμάσει. Εγώ έχω κυκλοφορήσει «Το Χαμόγελό Σου», όπου έπαιζα λύρα σ’ ένα δίσκο που ήταν ποπ ή ποπ-ροκ αν θες, οπότε συναντιόμαστε και το σχέδιο είναι να παίξουμε σε ένα κομμάτι. Πριν ξεκινήσω, έχω καθίσει κάπου στο στούντιο, δίπλα είναι ο Νίκος με την κιθάρα και είναι και ο Χρυσόστομος Μουράτογλου, ο παραγωγός του δίσκου, στο πιάνο. Κουρδίζω... κι έτσι όπως καθόμαστε και οι τρεις, ξεκινάμε ένα αυτοσχέδιο τζαμάρισμα... όπου παίζουμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ, παρόλο που δεν έχουμε ξαναπαίξει ποτέ μαζί. Τελικά, καταλήξαμε να παίζω στο δίσκο του σε 6 κομμάτια...

-Το ότι βρέθηκες να παίζεις μαζί με το Ζιώγαλα, τον Πορτοκάλογλου, που θαύμαζες πριν ως ακροατής, σου δημιουργούσε τρακ;
Αρχικά το πρόβλημα που με απασχολούσε ήταν άλλο. Το κατά πόσο θα μπορούσα να εντάξω εγώ τη λύρα με αξιοπρέπεια. Να μην είμαι γραφικός ή φολκλορικός. Εμένα βέβαια δεν μου φαίνεται ξένο να παίζεις με τη λύρα ποπ ή ροκ Αυτό σιγά σιγά μου 'φυγε. Παρόλα αυτά με το Νίκο είχα τρακ, γιατί είχα κάνει μια διασκευή σε ένα τραγούδι του, «Το Ταξίδι», το 'χε ακούσει -κι εγώ το χα ξεχάσει, ώσπου μου λέει μια μέρα «ΟΚ. Μάνο, παίξ’ το στη μπάντα να το μάθουνε έτσι. » και βγήκα να το παίξω και είμαι... ξέρεις, δε βγαίνει ούτε νότα! Είχα απίστευτο τρακ, που έπαιζα μπροστά σ' αυτούς τους ανθρώπους ένα τραγούδι που έχουν γράψει... τρομερό τρακ! Όχι για τη λύρα, όμως. Εκεί ήμουν πολύ σίγουρος πια, πότε θα μπω, πότε θα βγω, πόσο «κρητικό» θα το κάνω, ή πόσο θα λειτουργήσω με φραζάρισμα...

-Έχεις πάει και στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Φολκλορικής Μουσικής, στην Ιαπωνία. Πώς είναι να παίζεις σε ξένο κοινό; Σε κοιτάζουν παράξενα;
Ναι! Αλλά εκεί είναι και το μεγάλο στοίχημα, ξέρεις... Γιατί, δηλαδή, οι Ιάπωνες δεν μπορούν ν ακούσουν λύρα; Είναι υπέροχη πρόκληση για το μουσικό να παίξει π. χ. Ροδινό σε μη Κρήτες. Άλλη κουλτούρα, κι εγώ τους έπαιζα μαλεβιζιώτη και πεντοζάλη... Είναι στοίχημα, που σε βάζει μέσα σου να ανεβάσεις τον πήχη ψηλά. Δηλαδή, για να τους πείσεις, πρέπει να βρεις ένα τρόπο να τους μιλήσεις, μια γλώσσα κοινή. Και, πάντως, γούσταρα πάρα πολύ που έπαιζα Κρητικά σε έναν άλλο τόπο στην Ανατολή, εκεί που βγαίνει ο ήλιος...

-Ανατολή, λοιπόν, ή Δύση στη μουσική;
Και τα δύο. Νομίζω ότι η Κρήτη είναι σταυροδρόμι, αυτό έχει όλη η Ελλάδα. Όσο Ανατολή είμαστε, άλλο τόσο και Δύση.

-Εσύ από ποια μουσικά σταυροδρόμια πέρασες; Τι άκουγες και τι ακούς;
Ακούω τα πάντα! Υπάρχει μία ανωμαλία σ’ αυτό: Όπως σου ‘πα, είμαι Αθηναίος - Κρητικός ή μάλλον Κρητικός - Αθηναίος. Που σημαίνει ότι από 15 χρονών άκουγα ό,τι άκουγαν οι συμμαθητές μου, Iron Maiden, AC/DC, Scorpions, γενικά hard rock και παράλληλα άκουγα και... Μουντάκη!
Έχω περάσει από διάφορες φάσεις. Έχει τύχει περίοδος που έχω κολλήσει φοβερά με τους ιμπρεσιονιστές, Ραβέλ, Ντεμπισύ, μετά με τον Στραβίνσκι, δύο χρόνια με τον Bryan Adams - μ άρεσε πάρα πολύ- με το Sting αργότερα, τους U2, το Χατζιδάκι...

-Πες μου επιλεκτικά 2-3 CD που δεν βαρέθηκες ποτέ να ακούς.
Να σκεφτώ... καλό αυτό: να, τα «Ζεστά Ποτά» των Κατσιμίχα, απ’ τους καλύτερους δίσκους... το «Ονείρου Τόποι» του Ross Daly, ... το Nothing Like The Sun του Στίνγκ... «Το Χαμόγελο Της Τζοκόντα»... είναι πολλά

-Σε κυνηγάει το «Χαμόγελο». Το δικό σου, πάντως, ακούστηκε παντού. Το ότι έχεις ήδη ένα «χιτ» στο ενεργητικό σου, δημιουργεί πίεση να γραφτεί και το επόμενο;
Να σου πω κάτι; Η αλήθεια είναι ότι, όταν γράφεις ένα τραγούδι, μπαίνεις σε μια διαδικασία του κατά πόσο αυτό θα μπορεί ν ακουστεί από ευρύ κοινό, σε ενδιαφέρει να συμβεί, είναι φιλοδοξία, όχι ματαιοδοξία.

-Το ευρύ κοινό πόσο ευρύ είναι; Δεν απευθύνεσαι κυρίως στο ήδη διαμορφωμένο κοινό σου;
Αυτό που θέλω να κάνω εγώ δεν προσβάλλει κάποιους. Σίγουρα μ’ ενδιαφέρει η γνώμη του κοινού μου, αλλά δε μπαίνω στη διαδικασία να πω ότι κάνω τραγούδι για τους «έντεχνους», τους «ποπ», ή δεν ξέρω ποιους. Θέλω να γράψω ένα τραγούδι που ν’ αρέσει πάρα πολύ σε μένα. Τώρα... μακάρι να τ’ ακούσει κι όλη η Ελλάδα και να γουστάρει -θα ‘μουν πάρα πολύ ευτυχισμένος!

-Ο διαχωρισμός «έντεχνων» και «σκυλάδων», λοιπόν, δεν σ’ αφορά?
Υπάρχει διαχωρισμός, στην αισθητική μάλλον. Αυτό όμως που ενδιαφέρει εμένα είναι τα ωραία τραγούδια. Κι εγώ, αν ακούσω ένα ωραίο τραγούδι και το λέει κάποιος που χαρακτηρίζεται «σκυλάς», θα πω ότι μ’ αρέσει, δεν θα πω όχι, κι ας είναι όποιος να ναι. Ούτε, αν κάποιο δε μ αρέσει, θα πω ότι μ’ άρεσε. Δε σημαίνει ότι επειδή είναι «του εντέχνου» πρέπει να μ’ αρέσει κι όλας!

-Εσύ, πάντως, συγκαταλέγεσαι στους «ποιοτικούς». Το «ποιοτικό» τραγούδι από πολλούς κατηγορείται για σοβαροφάνεια.
Νομίζω πως αυτό που λέγεται για την έντεχνη μουσική έχει κάποια δόση αλήθειας. Περιχαρακώθηκε, δηλαδή, σ’ αυτό το πράγμα της μεταπολίτευσης, το οποίο, κάποτε, νιώθω ότι συντηρείται με ενέσεις, ακόμη και σήμερα. Τότε που έγινε είχε λόγο ύπαρξης. 30 χρόνια μετά, δε βλέπω λόγο στο να το συντηρούμε τόσο πολύ. Πάντως, σοβαροφάνεια και καθωσπρεπισμός υπάρχει σ όλους τους χώρους, όχι μόνο στο έντεχνο... Εμένα, αυτό που με εξιτάρει είναι να ακούσω ένα τραγούδι και να ‘ναι εμπνευσμένο, όχι «προκάτ»... «Προκάτ» τραγούδια υπάρχουν σ’ όλους τους χώρους. Όπως και «προκάτ» ερμηνείες.

Γενικά τη μιζέρια τη σιχαίνεσαι ή είναι ιδέα μου;
Ναι, γιατί έχω περάσει μέσα απ’ αυτή και δε μ’ άρεσα! Την εποχή της καμπής, στα 23, που ήμουνα ακόμα στο Πολυτεχνείο και έπαιζα και στα γλέντια. Δε μ’ άρεσε πολύ η σχολή, ήταν η εποχή των γλεντιών και δε μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα γλέντια, μ έβρισκα να συμμετέχω σε παρέες που δε μ’ αρέσουνε, να γελάω μ’ αστεία που δε μ’ αρέσουνε, αυτό το πολύ μίζερο...

-Πάντως, για να ξαναγυρίσουμε στην κουβέντα μας, «έντεχνο» η μη, το τραγούδι έλκει θεματολογία κυρίως από τον έρωτα, το γνωστό φαινόμενο των ερωτοχτυπημένων τραγουδιών. Η στρατευμένη τέχνη που εξαφανίστηκε;
Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα θέματα εκτός από τον έρωτα. Αλλά αυτά προέρχονται κι από αλλού. Καταρρέουν και τα πολιτικά ρεύματα πια. Πες μου ένα πολιτικό ρεύμα που υπάρχει σήμερα, το 2004, που ένα τεράστιο ποσοστό της νέας γενιάς είναι απολιτικό. Κι όχι γιατί φταίνε τα παιδιά. Το ‘60 υπήρχε το όραμα της Αριστεράς, ακολουθούσε και η μουσική. Όταν αυτή η ανάγκη δεν υπάρχει, δύσκολα θα βγει ένας καλλιτέχνης και θα φτιάξει τραγούδι με πολιτικό στίχο.

-Σύμφωνοι, αλλά τι μπορεί πια ν' ακούσω για τον έρωτα που να μην το χω ξανακούσει;
Κι ο Μονέ ζωγράφιζε πίνακες κι είχε πάντα μια γυναίκα μέσα, κι ο Τσαϊκόφσκι έγραφε μουσική για μια γυναίκα που 'χε ερωτευτεί. Ο έρωτας είναι πολύ σπουδαίο συναίσθημα, όχι το μοναδικό συμφωνώ, αλλά είναι μείζον. Και τελικά, επειδή έχουν γραφτεί χιλιάδες τραγούδια μου αφαιρεί κανένας το δικαίωμα να γράψω κι εγώ ένα;

-Για σένα τι αποτελεί αφορμή για να γράψεις ένα τραγούδι; Όταν είσαι χάλια γράφεις;
Όχι. Γράφω όταν έχω ένα πολύ έντονο συναίσθημα κι αυτό καταλαγιάσει μέσα μου. Όταν γράψω, όντας πολύ φορτισμένος, είναι σαν τα γλυκά με πολλή ζάχαρη. Δεν υπάρχει ισορροπία.

-Πες μου την ιστορία ενός απ τα τραγούδια σου με το οποίο είσαι πολύ συνδεδεμένος.
Α! θα σου πω μια ιστορία για το «Είσαι Μια Φίλη Παλιά». Το γράψαμε πάρα πολύ μικροί, με το Γιάννη. Έχω μια φίλη κι είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί της, και το τραγούδι λέει «είσαι μια φίλη παλιά, όμως ποτέ δε στο 'πα, πως σ' αγαπώ ερωτικά από την πρώτη ώρα» Κι έτσι ήταν... Ήμαστε φίλοι αλλά ντρεπόμουν να της πω ότι τη βλέπω σαν κοπέλα. Δεν το ’πα ποτέ! Απλά της είπα «σου ‘χω γράψει ένα τραγούδι». Βγαίνει ο δίσκος, κι έπαψα να τη βλέπω.

-Ποτέ δεν έμαθες πώς αντέδρασε;
(Γελάει) Δεν την ξαναείδα ποτέ...

-Αλήθεια, σε κάνει λίγο νάρκισσο η παντοδυναμία που δίνει η σκηνή;
Η σκηνή έχει γοητεία, αλλά πρέπει να ξεκινάει απ’ αυτό που έχεις μέσα σου, απ’ το να θες να υποστηρίξεις ένα τραγούδι, να υποστηρίξεις τη στιγμή εκείνη, που το έγραψες. Αυτός είναι κι ο λόγος που βγαίνω και τραγουδάω, ο δεσμός με τα τραγούδια. Επειδή πιστεύω ότι τα τραγούδια μου είναι ωραία – αλλιώς, θα καθόμουν σπίτι μου. Τώρα, να βγω γιατί κολακεύομαι που είμαι στη σκηνή, αυτό δε μου λέει τίποτα.

-Πάντως, στην Τελετή λήξης των Ολυμπιακών, σε είδαμε στη σκηνή με την Ελευθερία Αρβανιτάκη κι ένα στάδιο να σείεται. Εκεί, δε μπορεί κάτι θα ένιωσες...
Σπουδαία εμπειρία! Μια μεγάλη γιορτή κι επιτέλους είχε και η λύρα χώρο στη σύγχρονη ελληνική μουσική! Εγώ καραγούσταρα μη σου λέω ψέματα!

-Τι άλλο λοιπόν να περιμένουμε από σένα;
Ποτέ δεν ξέρεις! Είμαι ανοικτός σε όλα! Το μόνο σίγουρο, το νέο μου CD, που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Ποπ ροκ με κρητικό χρώμα. Για να μην ξεχνιόμαστε!


(Σ.Σ. Κυκλοφόρησε το CD ώσπου να βγει αυτή η συνέντευξη στο kithara. gr. Κι αγαπήθηκε ήδη. «Όλα για όλα» αγαπητέ rock-σύντεκνε. Τίποτα λιγότερο δεν περιμένουμε από σένα.)








Το άρθρο αυτό προέρχεται από τον ιστοχώρο Κ ι θ ά ρ α
http://portal.kithara.gr

Η διεύθυνση του άρθρου είναι:
http://portal.kithara.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=600