Βαγγέλης Γιαννάκης - Τα λόγια μου καλώδια γυμνά - Συνέντευξη
Ημερομηνία: 15/03/05, 03:06
Θέμα: Συνεντεύξεις



Συνέντευξη στην Κατερίνα Πατεράκη


«Τα λόγια μου καλώδια γυμνά, μια σπίθα περιμένουν για ν’ ανάψουν»


Ο Βαγγέλης Γιαννάκης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.

Έχει συνεργαστεί ως μουσικός, με τον Γιώργο Τζώρτζη, τη Λιζέτα Καλημέρη, τον Ανδρέα Καρακότα, τον Κώστα Μάντζιο την Αφεντούλα Ραζέλη και τον Βαγγέλη Κορακάκη
Βαγγέλης Γιαννάκης
σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας, και συμμετείχε στο δίσκο του Βαγγέλη Κορακάκη «Μπουζουκσήδες με πυξίδες» παίζοντας μπαγλαμά.

Ως συνθέτης, εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 2000 γράφοντας μουσική και στίχους σε δύο τραγούδια («Φυσάει απόψε» και «Μικρή Μπαλάντα») στο δίσκο της Αφεντούλας Ραζέλη «Στη Φωτιά να ρίχνεις μέλι».

Επίσης έγραψε το τραγούδι τίτλων για την εκπομπή της ΝΕΤ «Κυριακάτικο Τραπέζι» όπου είχε και την μουσική επιμέλεια.

Τον Αύγουστο του 2004 κυκλοφόρησε από την εταιρεία Eros Music το πρώτο προσωπικό του CD με τίτλο «Ιχνογραφίες». Δώδεκα τραγούδια , σε στίχους και μουσική δική του, ενορχηστρώσεις των Θοδωρή Κουέλη και Ντίνου Χατζηιορδάνου, με τη φωνή του Ανδρέα Καρακότα. Σε ένα τραγούδι («Βόλτα») συμμετέχει φιλικά ο Παντελής Θαλασσινός. Αυτή τη στιγμή, ετοιμάζει την δεύτερη προσωπική δουλειά του με τη συμμετοχή γνωστών καλλιτεχνών.



Τι κι αν όλα δείχνουν, ότι η μουσική παραγωγή τελικά αντιμάχεται την ίδια τη μουσική; Κι όμως, σε πείσμα των καιρών, εμφανίζονται δουλειές εμπνευσμένες, χωρίς το άγχος της εμπορικής σκοπιμότητας, που ίσως δεν μπουν ποτέ στο Τοπ 10 των πωλήσεων, αλλά αξίζει να γίνουν συντροφιά στις μουσικές μας αναζητήσεις.

Οι «Ιχνογραφίες», του τραγουδοποιού Βαγγέλη Γιαννάκη, με τη θαυμάσια ερμηνεία του Ανδρέα Καρακότα, έχουν σίγουρα λόγο ύπαρξης. 12 βραδυφλεγή τραγούδια, γεμάτα εσωτερική δύναμη, κεντημένα με χρώμα λαϊκό και στίχους, που όσο περισσότερο τους ακούς, τόσο σου μιλάνε. Τραγούδια που δεν σ’ αφήνουν να τα προσπεράσεις.
Συναντήσαμε τον Βαγγέλη Γιαννάκη στη Μουσική Σκηνή Χαμάμ, όπου παρουσίαζε τη δική του μουσική πρόταση, παρέα με μία εξαιρετική ομάδα μουσικών. Και μας συστήθηκε με ειλικρίνεια.


Βαγγέλη, μας συστήνεσαι με τις «ιχνογραφίες», μια δουλειά που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Έγραψαν ότι πρόκειται για δουλειά απ’ αυτές που σπάνια κυκλοφορούν σήμερα. Ωστόσο, όλες μιλούν για τραγούδια που θέλουν το χρόνο τους για να αποκαλυφθούν.
Τι θα σήμαινε για σένα επιτυχία ; Σε ανησυχεί ;

Δεν νομίζω. Υποβόσκει, αλλά δεν είναι το προφανές. Δουλέψαμε τα τραγούδια, έχουμε στο μυαλό την πίττα του κοινού, αλλά αυτό που έχει αξία είναι να πει κάποιος ότι «σου πάει αυτό που κάνεις, είσαι εσύ». Ας μην του αρέσει. Ας μην το ψωνίζει, ας μην το ψηφίζει. Μου 'χει συμβεί να μου πει κάποιος «αυτό το τραγούδι δεν μ αρέσει αλλά κάπου με πάει». Ευχής έργον είναι αυτό.

Είχες γράψει δύο τραγούδια στο δίσκο της Αφεντούλας Ραζέλη «Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι». Πώς εμπιστεύτηκες στη συνέχεια τις δυνάμεις σου ως τραγουδοποιός; Ντράπηκες στην αρχή να δείξεις τα τραγούδια σου;

Ναι αμέ! Αυτά τα τραγούδια τα κάναμε εδώ και 4 χρόνια, Είχα φλάουτο, τσέλο ψώνιο να δεις! Τότε, τα ‘λεγα μόνος μου, φαντάσου φωνή – φεύγανε όλοι! – κι όμως οι φίλοι, οι μουσικοί, μου ‘λέγανε «είναι ωραία, επέμεινε» και λέω στο Μάνο που παίζει κοντραμπάσο, πριν 2 χρόνια «Κοίτα να δεις πλάκα. Θα μας καταντήσει επάγγελμα»!

Η ενορχήστρωση είναι πλούσια σε φυσικά όργανα. Δεν σηκώνει ηλεκτρονικές παρεμβάσεις το λαϊκό τραγούδι;

Βέβαια σηκώνει, δεν έχει προκαταλήψεις σ’ αυτά. Λαϊκός ήχος, μπορεί να παίζεται με samplers, ποιος ορίζει το λαϊκό; Το λαϊκό δεν είναι απαραίτητα και μαζικό. Απλά, άλλο τι ταιριάζει σε σένα κι άλλο τι ρουφάς απ’ τους άλλους. Αυτά τα όργανα δεν τα ‘βαλα έτσι – επειδή έπρεπε. Τα άκουγα. Πήγαινα από μικρός στη Λυρική ν’ ακούσω όμποε, τσέλο, μ’ αρέσανε, τ’ αγάπησα.

Δεν πιστεύεις ότι το λαϊκό τραγούδι οφείλει να είναι απλό ;

Πιστεύω, ότι λόγω εποχής ταχυτήτων, το απλό περνάει απ’ το πολυσύνθετο. Το καταστάλαγμα του πολυσύνθετου είναι το απλό. Το τραγούδι είναι σαν τη μέλισσα, απ’ τα περιττώματα βγάζει τη γύρη. Δεν μπορείς να πετάξεις τίποτα. Απ’ αυτή τη δουλειά που μυρίζει μεράκι, ό, τι και να ’χει βάλει ο άλλος, samplers ή φυσικά όργανα, ξεκινάς απ’ το τι έχει να πει.

Τι μουσική αγαπάς σαν ακροατής;

Ρεμπέτικα – δημοτικά, αυτές είναι οι δύο γούρνες, οι δύο δεξαμενές.

Υπάρχει μια χαρμολύπη στο στίχο. Τα λόγια είναι γλυκόπικρα, εσωτερικά. Λες στις «βροχές» «στεγνώσαν οι ψυχές μας με τα χρόνια». Αλλά και στη «Δίψα» μιλάς για τη μοναξιά «όπου κι αν γύρεψα πηγή, στη δίψα μου τη βρήκα». Υπάρχει μια δόση αυτοεξορίας σε σένα;

Δεν είναι ούτε κατάθεση ψυχής, ούτε τίποτα. Είναι η βρωμιά που ‘χει το μυαλό, είναι όταν κάθεσαι στη γωνιά και δεν είσαι μόνος στην ουσία, γιατί τρέφεσαι απ’ τους διπλανούς σου. Δεν είναι μόνος κανένας – δεν πιστεύω στη μοναξιά, είναι διαστροφή του μυαλού, για να ‘χει άλλοθι να περάσει στην άλλη όχθη. Κι όποιος λέει ότι είναι μόνος, είναι γιατί θέλει να νιώθει ότι θα τον παίξουν περισσότερο. Δεν είναι μοναξιά αυτό στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν ο όποιος κόκκος μοναξιάς στάζει απ’ αυτό που είπες στην αρχή, ότι χρήζει πολλαπλών ακροάσεων. Ένα πράγμα που σου επαναλαμβάνει παλλόμενο «Ξανάκουσέ με».

Σύμφωνοι, αλλά αυτό που εισέπραξα εγώ απ’ τα τραγούδια, είναι ότι μιλούσαν γι’ αυτό που σκέφτεσαι, τα πράγματα που σκέφτεσαι για τον εαυτό σου, τους γύρω σου, για τους άλλους τραγουδοποιούς.

Καλωσύνη σου! Άμα φτάνουν μέχρι εκεί... μακάρι.

Αλήθεια, τώρα, πώς νιώθεις όταν ακούς τα τραγούδια σου;

Κανένας δεν θα στο πει. Ούτε τα παιδιά που συμμετείχαν. Είναι σαν να ‘σαι στην κατσαρόλα, να μαγειρεύεις 6 μήνες ένα φαΐ – στο τέλος, αρκεί μια μπουκιά με την κουτάλα να σου δώσουνε, «φτάνει ρε παιδιά, θα πεις, δεν θέλω πιάτο»! Το ίδιο ακριβώς πράγμα. Δεν ξέρω κυριολεκτικά, αλήθεια σου λέω. Λέμε τραγούδια μου κι εγώ, δεν έχω επαφή πια με τα τραγούδια.
Δεν το παίζω αμέτοχος. Χάρηκα αυτή τη δουλειά που έγινε, γιατί ήταν αυτοί οι 15 άνθρωποι μέσα εκεί, έγινε εργοτάξιο παιδικής χαράς. Καταγράφηκαν όλες οι ιδέες, από τις πιο συναρπαστικές μέχρι τις πιο εμετικές, αυτό μ’ ενδιέφερε. Καταλαβαίνεις; Χαρά μου, το ότι μ’ ανεχτήκανε και 20 άνθρωποι, όσους ταλαιπώρησα για το CD. Τα τραγούδια είναι αφορμή. Δεν είναι το άπαν.


Βλέπω ότι είσαι πολύ δεμένος με τους μουσικούς, με τον Ανδρέα. Πιστεύεις πως σε έναν χώρο τόσο εγωπαθή όπως αυτόν της μουσικής, λειτουργεί η παρέα;

Απόλυτα. Όσον αφορά το τραγούδι, με τον Αντρέα ειδικά ο ένας ξεζουμίζει τον άλλον, χωρίς οίκτο. Αυτό οφείλει να κάνει ο καθένας. Και το ότι τον ήξερα καλά, βοήθησε να γράψω πάνω του.

Πώς και ερμήνευσε τη «Βόλτα» ο Παντελής Θαλασσινός;

Τον Θαλασσινό δεν τον φώναξα σαν μαϊντανό. Τον παρακολουθώ, όπως και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, κάποιους που δεν θα τους χάσω, και βλέπω τη συμπεριφορά τους, πώς στήνουν τις δουλειές στα live και στα studio με ποιους δίπλα τους, τα πάντα – συμπεριφορά εκτός από ταλέντο. Τον Παντελή τον παρακολουθώ χρόνια, βλέπω τις στροφές του, πώς ξεκίνησε απ’ τους Λαθρεπιβάτες και πέρασε στα δημοτικά που σημαίνει «δούλεψε» κι έχει αυτούς δίπλα του και ξέρω πως τους συμπεριφέρεται, εννοώ τους μουσικούς. Ξέρει πολύ καλά τι κάνει και εξελίσσεται.

Θα 'θελες να γράψεις και για άλλες φωνές;

Πάρα πολλές! (γελάει) Για τον Θ. Παπακωνσταντίνου, τον Κορακάκη, βλέπεις λέω συνέχεια τραγουδοποιούς, όχι γιατί είμαι συνάδελφός τους, αλλά γιατί έχουμε άλλη βρωμιά εμείς... αλλά γέφυρα είναι ο τραγουδιστής.

Τραγούδια άλλων έχεις ζηλέψει;;

Άπειρα!! Του Τούντα, του Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σπανού, του Μούτση, δημοτικά, ρεμπέτικα... το εννοώ άπειρα!

Γράφεις πρώτα τη μουσική;

Ρυθμό πρώτα και στίχο.

Σου λείπει κάτι σήμερα απ’ τη μουσική;

Δε μπορείς να πεις ότι σου λείπει ή δε σου λείπει. Αυτή είναι η εποχή, οφείλεις να τρέχεις και να γυρνάς. Το διαμαντάκι θα το βγάλεις από 10 κιλά σκατά.

Πώς λειτουργεί για σένα η ενασχόληση με το τραγούδι ;Νιώθεις ότι αφήνεις με τον τρόπο σου το στίγμα σου στη μουσική σκηνή;

Όχι φυσικά, για όνομα! Αυτό είναι το τραγούδι, είναι διαφθορά, βασανιστικό πράγμα. Τη στιγμή που έχεις μία ευφορία κι καταλήγεις «αχ ωραία το ‘κανα», την ίδια στιγμή έχει γεννηθεί κάπου αλλού, το καλύτερο. Σ’ απογοήτευσα πάλι!
Να ρωτήσεις άλλους πιο ταλαντούχους που έχουν διάρκεια έργου, αυτά εδώ είναι ίχνη, κυριολεκτικά Ιχνογραφίες!

Μα μην είσαι πια τόσο σεμνός! Όλοι αυτοί απόψε, εμείς, για να τ’ ακούσουμε ήρθαμε!

Όχι, δεν είμαι! Σεμνοπουτάνες μας είπε κάποιος κι είχε δίκιο! Αυτό, ξέρεις, ορολογίες που πολύ φοριούνται, «μην είσαι loser κτλ.» κρύβει το σοβαρότερο κίνδυνο, μην τυχόν κι έχει συμβεί! Γιατί κινδυνεύει ο ένας να ψήσει τον άλλον ότι κάτι φοβερό κάνει, ειδικά όταν είναι παρέα ή ομάδα. Εκεί το ‘χασες το παιχνίδι.
Kαι θέλω να πω, ότι αυτό, συνέντευξη, πρώτη φορά το κάνω. Όλα είναι αμφίδρομα, τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Η αιτία και η αφορμή εδώ απόψε είστε εσείς, όχι εγώ.










Το άρθρο αυτό προέρχεται από τον ιστοχώρο Κ ι θ ά ρ α
http://portal.kithara.gr

Η διεύθυνση του άρθρου είναι:
http://portal.kithara.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=614